- χωλαίνων
- χωλαίνωto bepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIONYSIUS qui et Bacchus dicitur — vites et vini usum, atque ceterarum arborum fructus invenisse fertur. Vide Bacchus, Lenaeus, Liber, Lyaeus, etc. nomen quod attinet, Nonnus Panopolitan. a Νῦσος derivare videtur, quod est claudus, rationemque vocis istius reddit Bassaricôn l. 8.… … Hofmann J. Lexicon universale
Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… … Dictionary of Greek
χωλαίνω — ΝΜΑ [χωλός] 1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό 2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσός β) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ. β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ. γ.… … Dictionary of Greek